- Καρς
- (Kars). Πόλη (78.473 κάτ. το 2000) της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (9.442 τ. χλμ., 325.016 κάτ.). Βρίσκεται στην ανατολική Μικρά Ασία, ΒΑ του Ερζερούμ, σε υψόμετρο 1.750 μ., κοντά στα σύνορα με την Αρμενία. Σιδηροδρομικός σταθμός της γραμμής Ερζερούμ-Γκιούμρι και σπουδαία στρατηγική θέση, η πόλη αποτελεί σημαντικό κέντρο παραγωγής γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και έδρα υφαντουργίας και ταπητουργίας. Η ομώνυμη επαρχία εκτείνεται στο βορειοανατολικό τμήμα της ασιατικής Τουρκίας, στα σύνορα με τις δημοκρατίες της Γεωργίας και της Αρμενίας. Πρόκειται για ορεινή περιοχή, που διασχίζεται από τους ποταμούς Κούρα, Καρς και Αράς. Οι κυριότεροι οικονομικοί πόροι της προέρχονται από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασική εκμετάλλευση. Ιστορία. Αρχικά το Κ. ανήκε στο βασίλειο της Αρμενίας (9ος-10ος αι.) και αργότερα πέρασε στην κατοχή των Σελτζούκων, των Μογγόλων και, τέλος των Οθωμανών, οι οποίοι το διατήρησαν από τον 11ο έως τον 16ο αι. Οι Οθωμανοί μάλιστα έσπευσαν να οχυρώσουν την πόλη, έτσι ώστε να αποτελεί ισχυρή άμυνα στις περσικές και ρωσικές επιθέσεις. Οι Ρώσοι την κατέκτησαν για πρώτη φορά το 1828 και κατάφεραν να την κρατήσουν έως το 1830. Δεύτερη φορά την κατέκτησαν το 1855 στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου και, τέλος, το 1878 με τη συνθήκη του Βερολίνου. Μετά τη Ρωσική επανάσταση και τη σύναψη της ρωσοτουρκικής συμμαχίας (Μάρτιος 1921), η Τουρκία απέσπασε την αναγνώριση της κατοχής της πόλης από τις δημοκρατίες της Γεωργίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας. Όταν τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, η ΕΣΣΔ άρχισε και πάλι να προβάλλει απαιτήσεις για την πόλη, από τις οποίες όμως αναγκάστηκε να παραιτηθεί περίπου το 1953.
Dictionary of Greek. 2013.